- μπουκαδούρα
- ηο άνεμος «εγκολπίας», ο άνεμος που από το ανοιχτό πέλαγος πνέει προς κάποιον κόλπο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουκαδούρα — και μποκαδούρα, η ναυτ. άνεμος που πνέει από τα στόμια τών κόλπων ή τών λιμανιών με κατεύθυνση προς τον μυχό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. boccatura < ιταλ. bocca «στόμα» < bucca «στόμα»] … Dictionary of Greek
κορφιάς — ο [κορφή] 1. το κορυφαίο οριζόντιο δοκάρι τής στέγης, η κορυφαία δοκός 2. ναυτ. κοινή ονομασία τού ανέμου που φυσάει σε έναν κόλπο από το άνοιγμα προς το εσωτερικό του, αλλ. μπάτης ή μπουκαδούρα … Dictionary of Greek
μποκαδούρα — η βλ. μπουκαδούρα … Dictionary of Greek
επιστόμιο — το 1. ό,τι προσαρμόζεται στο στόμιο αγγείου ή σωλήνα, είτε ως βούλωμα ή βρύση είτε για καλλωπισμό είτε για άλλο πρακτικό σκοπό. 2. το ακριανό μέρος πνευστού μουσικού οργάνου, τσιγάρου, πίπας κτλ., που μπαίνει στο στόμα, η μπουκαδούρα. 3. (μηχ.),… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)